κορυβαντικος

κορυβαντικος
    κορυβαντικός
    κορῠβαντικός
    3
    корибантский
    

(σκιρτήματα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κορυβαντικος" в других словарях:

  • κορυβαντικός — κορυβαντικός, ή, όν (Α) [Κορύβας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.). επίρρ... κορυβαντικῶς κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων …   Dictionary of Greek

  • Κορυβαντικά — Κορυβαντικός neut nom/voc/acc pl Κορυβαντικά̱ , Κορυβαντικός fem nom/voc/acc dual Κορυβαντικά̱ , Κορυβαντικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντικῶν — Κορυβαντικός fem gen pl Κορυβαντικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντικόν — Κορυβαντικός masc acc sg Κορυβαντικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντικαί — Κορυβαντικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντικοῦ — Κορυβαντικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»